Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Η διέξοδος από την κρίση και η ηγεσία του ΚΚΕ


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Οι πρόσφατες αποφάσεις των Συναντήσεων του Eurogroup
Άνθρακες ο θησαυρός

Η Συνάντηση του Eurogroup της 20ης του Νοέμβρη, η Συνάντηση Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ακολούθησε αμέσως μετά, αλλά και η Συνάντηση του Eurogroup της 26ης του Νοέμβρη πρέπει να αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για τον κάθε δύσπιστο εργαζόμενο για το που πάνε οι εξελίξεις τόσο  στη χώρα μας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση:

¨ Να καταλήξει σε συμπεράσματα, να έρθει μπροστά στην πραγματικότητα και να συνειδητοποιήσει ποιο είναι το πραγματικό πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας.
¨      Να κατασταλάξει στη σκέψη του ότι καμία λύση δεν μπορεί να δοθεί στην οικονομική κρίση της χώρας μας, ότι καμία απειλή για την επίσημη χρεοκοπία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί - γιατί η ανεπίσημη ή ελεγχόμενη χρεοκοπία είναι παρούσα, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η αναπτυξιακή της πορεία, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα - κρίκος που λέγεται: Ελλάδα - Ευρώ - Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Μπορούμε να το διατυπώσουμε και διαφορετικά. Το τι έγινε, ειδικά στις δύο Συναντήσεις του Eurogroup,  πρέπει να αποτελέσει την αφορμή για τον κάθε καλόπιστο εργαζόμενο, που έτρεφε, ακόμη, ελπίδες ότι η σωτηρία της χώρας θα έρθει «απ’ έξω» να πάψει να τρέφει τέτοιου είδους φρούδες ελπίδες.

Η τελική απόφαση του Eurogroup της 26ης του Νοέμβρη είναι αδιέξοδη. Θα συντηρήσει την κρίση. Δεν διαθέτει καμία προϋπόθεση, και για τα «μέτρα» της ίδιας της απόφασης, για να υλοποιηθεί. Εκτός κι αν επικρατήσει η «σιγή νεκροταφείου» για τη χώρα μας και τους εργαζόμενους.   

Το γενικό σύνθημα για το απεχθές λαθρεμπόριο ελπίδας το έδινε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και η τρικομματική κυβέρνηση. Από κοντά τα διάφορα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια και ορισμένοι αστοί διανοούμενοι, που μας προκαλούν τη νοημοσύνη βάναυσα με τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς τους.

Το μοτίβο γνωστό, απλοϊκό, για να είναι ευκολοχώνευτο, υπόδειγμα υποτελούς σκέψης και στάσης: Αφού η Ελλάδα έχει επιτελέσει το «καθήκον» της και ήδη έχει αρχίσει να εφαρμόζει τα «αναγκαστικά» δυσβάστακτα μέτρα, που απαιτούσαν οι εταίροι μας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο - ώστε, υποτίθεται, να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο του χρέους και της οικονομικής κρίσης και να έρθει η πολυπόθητη οικονομική ανάκαμψη - τότε, τόσο οι εταίροι μας όσο και το ΔΝΤ πρέπει να υλοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Ελλάδα. Δηλαδή, να εγκρίνουν και να εκταμιεύσουν τις δόσεις, που συνολικά προσεγγίζουν περίπου τα 44δισ ευρώ. Η έγκριση για εκταμίευση ήρθε, όπως ήρθε. Η εκταμίευση, όμως, τελεί ακόμη υπό περιορισμό…! Εάν και εφ’ όσον…!

Η εξέλιξη αυτή έρχεται, κατά τη γνώμη μας, να επαληθεύσει δύο βασικά συμπεράσματα, ένα γενικό και ένα πιο ειδικό που αλληλοσυμπληρώνονται:

¨      Η κρίση συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση βαθαίνει. Σε μια περίοδο που πληθαίνουν οι εκτιμήσεις από πολλούς αστούς οικονομικούς σχολιαστές ότι η παγκόσμια οικονομία παρουσιάζει επιβράδυνση, η κρίση, τώρα, δεν περιορίζεται «στις χώρες του Νότου» ή «στην περιφέρεια» αλλά αφορά και τον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Είναι ενδεικτικό ότι το γερμανικό υπουργείο οικονομικών επιφόρτισε τους «σοφούς» οικονομικούς του συμβούλους να κάνουν «φύλλο και φτερό» τη γαλλική οικονομία, η οποία και θεωρείται πλέον από τους γερμανούς ιθύνοντες ως «βαριά ασθενούσα», παρά τη διάψευση που υπήρξε, για ευνόητους λόγους, από την πλευρά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η κρίση όμως δεν αφήνει απ’ έξω ούτε και τη Γερμανία την ίδια. Ήδη η επιβράδυνση της χτύπησε την πόρτα.
¨      Το δημόσιο χρέος, όχι μόνο για την Ελλάδα, για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση αναδείχνεται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση στη διαχείρισή του. Ένας σκέτος βραχνάς. Στο χειρισμό του δημόσιου χρέους εκδηλώνονται οι πιο άμεσες αντιθέσεις, που έχουν πάρει και ανοιχτό χαρακτήρα, τόσο μεταξύ των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και μεταξύ του ΔΝΤ με την Ευρωπαϊκή Ένωση - ειδικότερα με τη Γερμανία. Είναι γνωστό ότι η Γερμανία ξεκινάει την αντιμετώπιση του χρέους, κι αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, από την αποπληρωμή του χρέους.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν απολύτως σαφής και συνεπής σ’ αυτήν την αρχή. Γι αυτό το λόγο και τασσόταν ενάντια σε ένα νέο κούρεμα του χρέους για τη χώρα μας.  «Αν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε σε "κούρεμα" για την Ελλάδα, δεν θα μπορούμε να δώσουμε νέες εγγυήσεις για την Ελλάδα, το οποίο είναι λογικό, καθώς σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ μπορούμε να δώσουμε εγγυήσεις μόνο εφόσον πιστεύουμε ότι το χρέος θα αποπληρωθεί, οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε και τα δύο» (ΣΣ ο τονισμός δικός μας).

Στο μεταξύ το πρακτορείο Reuters είχε αποκαλύψει έκθεση της τρόικας, που τέθηκε υπόψη των συμμετεχόντων στη Συνάντηση του Eurogroup της 20ης του Νοέμβρη, ότι η εξέλιξη του χρέους της Ελλάδας δεν θα είναι αυτή που σχεδιαζόταν στα «χαρτιά» και ανακοινωνόταν δημόσια αλλά ότι το ελληνικό χρέος θα είναι στο 144% του ΑΕΠ το 2020, στο 133% το 2022 και στο 111% το 2030!!!!

Το μεγάλο, λοιπόν, άμεσο πρόβλημα που προκύπτει για τη χώρα μας, με δεδομένη τη στάση των εταίρων, είναι η διαχείριση του δημόσιου χρέους. Το οποίο, πρακτικά σημαίνει, ότι θα κρατάει «δεμένη» την Ελλάδα μέχρι το 2060 και τους εργαζόμενους σε μια συνεχή λιτότητα μέχρι το 2040, που, στα χαρτιά πάντα, υπολογίζεται ότι το χρέος θα φτάσει στο 60% επί του ΑΕΠ, οπότε θα αρχίσει να εγκαταλείπεται και η πολιτική της λιτότητας. Μέχρι τότε θα βρισκόμαστε ως χώρα σε καθεστώς λιτότητας και οικονομικού ελέγχου.

Παράλληλα το χρέος της Ελλάδας, που τώρα είναι κυρίως διακρατικό, διαπλέκεται με τη συνολική οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη στάση του ΔΝΤ, που πίεζε τη Γερμανία για ένα νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους - και απειλούσε, ταυτόχρονα, έως και με αποχώρηση από το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των ΗΠΑ (και των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών) με τη Γερμανία. Προς το παρόν συμβιβάστηκε με τη μερική επαναγορά των ομολόγων.

Διαπλέκεται και με τη στάση των άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που καθένα από αυτά αντιμετωπίζει τα δικά του οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, και που οδηγούν ακόμη και σε μυστικές συναντήσεις, όπως αυτή μεταξύ της Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Ιταλίας αλλά και σε συμπράξεις μεταξύ των χωρών του λεγόμενου Νότου, που σαφώς στρέφονται ενάντια στη Γερμανία αλλά και με τη στάση της Μ. Βρετανίας, που βρίσκεται, καθώς λέγεται, στα πρόθυρα σοβαρών αποφάσεων σε σχέση με την παραμονή της ή μια πιθανή αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που, ταυτόχρονα, βρίσκεται, επίσης, σε «ανοιχτή γραμμή» με τις ΗΠΑ.

Το δημόσιο χρέος αναδεικνύεται σε μεγάλο πονοκέφαλο για τις ηγετικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας και την ίδια την άρχουσα τάξη, γιατί σχετίζεται με το ίδιο το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης. Τροφοδοτεί σταθερά την ύφεση, μεταφράζεται σε μακροχρόνια  λιτότητα για τους εργαζόμενους, που με τη σειρά της τροφοδοτεί ξανά την ύφεση, και αναβάλλει επ’ αόριστο την ανάκαμψη.

Κι αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι τόσο οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις όσο και η άρχουσα τάξη της χώρας μας έχοντας αναγάγει σε φετίχ τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν στη κυριολεξία «κρεμαστεί» στις αποφάσεις που θα πάρουν οι διάφορες Συναντήσεις του Eurogroup όσο και οι Συναντήσεις Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γι αυτό το λόγο, ακόμη και για την εξυπηρέτηση της δικής τους πολιτικής και για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα δεν επεξεργάστηκαν καμία πρόταση αντιμετώπισης του χρέους. Αφέθηκαν στην τροποποίηση του δόγματος «όταν τα βουβάλια τσακώνονται καλύτερα τα βατράχια να παραμερίζουν», σε μια αναμονή για το πώς θα καταλήξουν οι συνεννοήσεις μεταξύ της Κριστίν Λαγκάρντ και της Άνγκελα Μέρκελ, μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας, τελικά μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας.

Με αυτόν τον τρόπο έδωσαν και πρακτικές αποδείξεις για την υποτελή στάση τους. Πρόσφεραν όμως και κάτι ουσιαστικό, έστω χωρίς και να το θέλουν. Ανέδειξαν το ουσιαστικό πρόβλημα μιας εξαρτημένης χώρας, που η παραγωγική της βάση έχει καταστραφεί ακριβώς εξ αιτίας της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη. Δηλαδή, η Ελλάδα κατάντησε να είναι «το βατράχι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που το πατάνε ανά πάσα στιγμή οι ισχυροί ευρωπαίοι εταίροι.

Οι αποφάσεις, όμως, των Συναντήσεων του Eurogroup, τελικά, όπως είναι φυσικό, δεν παίρνονται με κριτήριο τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας. Η Γερμανία π.χ. αρνείται μέχρι τώρα, τουλάχιστον, να δεχτεί ένα νέο άμεσο κούρεμα του ελληνικού χρέους, γιατί θα έχει σημαντικές απώλειες και γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο θα ανατραπεί η σχέση «τα ελλείμματα των χωρών της περιφέρειας να μετατρέπονται σε πλεονάσματα για την ίδια». Το ίδιο ισχύει για τη Γαλλία που κρατάει στα χέρια της ελληνικά ομόλογα συνολικού ύψους 65δισ. Το ελληνικό χρέος, κατά κύριο λόγο πλέον, αφορά τις κεντρικές τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παραπέρα ένα νέο κούρεμα και μια νέα χρηματοδότηση για να αντιμετωπιστεί το χρηματοδοτικό κενό θα φέρουν κι άλλες αντιδράσεις από άλλες χώρες, που θα απαιτήσουν, στη συνέχεια, παρόμοιες ρυθμίσεις. Ήδη υπάρχουν οι σχετικές δηλώσεις εκ μέρους της ηγεσίας της Ιρλανδίας.

Το δημόσιο χρέος, αυτό πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό, σφραγίζει το σύνολο της κοινωνικής ζωής της χώρας μας. Τα πάντα ξεκινάνε και τελειώνουν στο χρέος. Όλη η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται περιστρέφεται γύρω από αυτό. Θα αλλάξει τη ζωή των παλιών και θα διαμορφώσει τις νέες γενιές. Γι αυτό το λόγο είναι ανεπίτρεπτη υπεραπλούστευση να αντιμετωπίζεται με βαρύγδουπα αποφθέγματα του τύπου: «Το χρέος το γεννάει ο καπιταλισμός»!

Προφανώς ο καπιταλισμός το γεννάει. Αλλά αυτό σε τι παραπέμπει; Σε ένα σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και είχε χρέη; Είναι μια κριτική για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και μόνο; Παραπέμπει σε ένα σοσιαλισμό που θα γνωρίσουμε, που θα οικοδομήσει το ΚΚΕ, και δεν θα έχει χρέη; Δηλαδή δεν θα υπάρχει δανεισμός και με την έννοια αυτή δεν θα δημιουργούνται χρέη και θα είναι μια δικαίωση και μια επανόρθωση σε σχέση με το παρελθόν; Ή τελικά, στην πραγματικότητα, είναι μια φυγή από το πρόβλημα, που καθηλώνει την καθημερινή ζωή των εργαζομένων, στο όνομα του σοσιαλιστικού μέλλοντος;
***
Εκτός, όμως, από τις καθαρά οικονομικές πλευρές του προβλήματος της αντιμετώπισης του χρέους υπάρχουν και οι πολιτικές πλευρές αυτού του ζητήματος. Η διαχείριση του ελληνικού χρέους σκόνταψε πρώτα - πρώτα στις ελληνικές εκλογές, όπου οι εταίροι πίεζαν με τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις τους για ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που θα τους επέτρεπε να εμπιστευτούν σε σίγουρα χέρια «τα λεφτά τους» - που τα ληστεύουν, φυσικά, από «τα λεφτά μας».

Η επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ στη χώρα μας κατέδειξε αυτό το γεγονός, πέρα από την οικονομική της διάσταση που αφορούσε την περαιτέρω διείσδυση της Γερμανίας στη χώρα μας και στην ευρύτερη περιοχή. Η πολιτική διάσταση της επίσκεψης Μέρκελ ήταν η ανοιχτή στήριξη του Αντώνη Σαμαρά και η ανοιχτή παρέμβαση - αντιπερισπασμός στην εν εξελίξει συμμαχία των χωρών του Νότου, Ισπανίας - Ιταλίας - Γαλλίας.

Μετά σκόνταψε στις αμερικάνικες εκλογές, οπότε παίχτηκε «το παιχνίδι των καθυστερήσεων» γύρω από την έκθεση της τρόικας.

Τώρα σκοντάφτει στις γερμανικές εκλογές μέσα από τις οποίες η Άνγκελα Μέρκελ επιδιώκει την επανεκλογή της και μέσα από την επανεκλογή της Μέρκελ η Γερμανία, δηλαδή η άρχουσα τάξη της Γερμανίας,  επιδιώκει να ηγεμονεύσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα στην Ευρώπη, αφαιρώντας ερείσματα από τις ΗΠΑ και παίζοντας το δικό της παιχνίδι στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό γίγνεσθαι.

Αυτή η διαπάλη μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου. Η Γερμανία επενδύει, κυρίως στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σημαντικά ποσά ως προς το ΑΕΠ της. Από αυτήν την άποψη αν παρακολουθήσει κανείς τα παπαγαλάκια των ΗΠΑ - Γερμανίας, μερικούς «ανεξάρτητους» σχολιαστές που ξημεροβραδιάζονται στα διάφορα και καθημερινά πάνελ που διεξάγονται - καθηγητές ΑΕΙ, δημοσιογράφοι αλλά και εκπρόσωποι κομμάτων, θα αντιληφθεί και την ουσία του θέματος. Και ποια είναι αυτή;…

Η Γερμανία με τον τρόπο που εξελίσσει την πολιτική της «διαταράσσει την ισορροπία δυνάμεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης (Βαλκάνια, ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής) μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας. Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει με ποιον θα πάει. Τώρα βρίσκεται στον «αέρα» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Όποτε επέλεξε τη Γερμανία καταστράφηκε».

Αυτή είναι η παπαγαλίστικη απολογητική των «αμερικανόπνευστων», δημόσια διατυπωμένη, απροκάλυπτη, κυνική, ωμή και χωρίς καθόλου φιοριτούρες. Οι οποίοι έχουν και το θράσος να φτάνουν στο έσχατο σημείο της πολιτικής υποτέλειας, ωμότητας και εξαθλίωσης τολμώντας να μιλούν ακόμη και για μια μετάγγιση ενός νέου πολιτικού προσωπικού στη χώρα μας απ’ ευθείας από τις ΗΠΑ, από την ελληνοαμερικάνικη ομογένεια, για να διαχειριστεί τα πολιτικά μας πράγματα!!!

Αυτή η διαπάλη εκφράζεται και μεταξύ του ΔΝΤ και της Γερμανίας. Εκφράζεται και στο επίπεδο των οικονομικών εκτιμήσεων γύρω από το δημόσιο χρέος και το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης. Όλοι οι υπερατλαντικοί οικονομικοί σχολιαστές, μαζί και το ΔΝΤ, εκτιμούν ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Ως κύρια λύση προτείνουν ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ μέσα από το οποίο θα εκφραστούν και οι ισορροπίες, σε γεωστρατηγικό επίπεδο, μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας.

Στις εκτιμήσεις τους για το δημόσιο χρέος έχουν δίκιο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ενδιαφέρονται να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας και ότι ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ θα δώσει διέξοδο στο οικονομικό και αναπτυξιακό της πρόβλημα. Άλλωστε υπάρχει και η εμπειρία του παλιού σχεδίου Μάρσαλ. Η μεταπολεμική ανάπτυξη στηρίχτηκε στον ιδρώτα και στο αίμα του ελληνικού λαού και μόνο.

Από την άλλη μεριά η Γερμανία επιδιώκει την ηγεμονία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για να την εξασφαλίσει προωθεί και επιβάλει μια σκληρή δημοσιονομική πολιτική και μια πολιτική «περισσότερης ομοσπονδιοποίησης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρόκειται για μια πολιτική που της διασφαλίζει μεν την κυριαρχία της σε όλα τα επίπεδα αλλά δεν αποτελεί άμεση απάντηση ούτε στην αντιμετώπιση του χρέους ούτε και στην οικονομική κρίση. Η ουσία του ζητήματος είναι ότι προσπαθεί να επιλύσει ένα οικονομικό πρόβλημα με πολιτικά μέσα, που παραπέμπει στο μέλλον, παρακάμπτοντας ένα άμεσο πρόβλημα, που για όλους τους εταίρους είναι και άμεσο και πρόβλημα, αλλά για ορισμένους είναι πρόβλημα ύπαρξης πλέον μια και ο κίνδυνος μιας χρεοκοπίας είναι μπροστά τους.

Η προοπτική μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας ολοκληρώνει μια συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ και χρόνια για τη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πολιτική ένωση στην οποία θα εκχωρηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα των εθνικών κρατών. Μέσα από αυτήν την εξέλιξη οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευελπιστούσαν και στη διάσωση και σταθεροποίηση του ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτό θα υπήρχε ενιαία δημοσιονομική πολιτική, ενοποιημένος τραπεζικός τομέας, θα βάθυνε ο χαρακτήρας της ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και τέλος οι κυβερνήσεις των εθνικών κρατών, πρακτικά, θα μετατρέπονταν, κατά βάση, σε απλούς διεκπεραιωτές των κεντρικών αποφάσεων της Ομοσπονδίας, πράγμα που ήδη έχει αρχίσει να γίνεται. Πρόκειται για μια απλουστευτική μεταφορά και αντιγραφή της συγκρότησης των ΗΠΑ.

Η κίνηση αυτή, όμως, το πιθανότερο είναι ότι θα φέρει τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα:

¨      Θα οξύνει στο έπακρο τις υπάρχουσες αντιθέσεις μεταξύ των μελών - κρατών, γιατί ενώ η πολιτική ένωση θα έχει προχωρήσει, με πρώτο βήμα την αλλαγή των Συνθηκών, τα οικονομικά προβλήματα - το δημόσιο χρέος, η οικονομική κρίση κλπ, θα παραμένουν.
¨      Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική ηγεμονία που θα εκφραστεί μέσα από αυτήν την πολιτική ένωση θα επιβάλει οικονομικές πολιτικές, που κυρίαρχα θα επιβεβαιώνουν το ρόλο της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
¨      Θα εκφραστεί με πιο έντονους ρυθμούς ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης μεταξύ των εθνικών κρατών αλλά τώρα και των περιφερειών.
¨      Θα ενταθεί ο ανισότιμος καταμερισμός εργασίας, που θα φέρει ακόμη πιο καταστρεπτικές συνέπειες για την παραγωγική βάση των πιο αδύναμων κρατών, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία.
¨      Θα οξυνθούν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό των οικονομικών ελίτ, που ήδη είναι εμφανείς και διασπασμένες, γύρω από το ρόλο του ευρώ, ως νομίσματος κυρίαρχα του τραπεζικού κεφαλαίου και της Γερμανίας και τελικά όλη αυτή η κίνηση θα καταλήξει στην ίδια την αποσταθεροποίηση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ίσως τώρα μπορεί να δοθεί και μια ρεαλιστική εξήγηση, γιατί η ηγεσία της Ολλανδίας, σε πρόσφατες δηλώσεις της, αξίωσε στις νέες Συνθήκες για την Ευρωπαϊκή Ένωση να προβλέπεται και νομική δυνατότητα εξόδου από την ευρωζώνη. Μάλλον υποψιάζεται ότι στο νέο περιβάλλον θα υπάρξουν και χώρες που δεν θα αντέξουν.

Το σύνθημα «περισσότερο Ευρώπη» ισοδυναμεί με μεγαλύτερη εξάρτηση και λιγότερη εθνική ανεξαρτησία. Το μέλλον της χώρας μας, πολύ περισσότερο τώρα, δεν βρίσκεται στο ευρώ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε σε μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.

Έπειτα δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε καμιά περίπτωση ότι το ιστορικό γενετικό στίγμα των ΗΠΑ, δηλαδή ο τρόπος που δημιουργήθηκαν, είναι τελείως διαφορετικό από το Ευρωπαϊκό. Στην Ευρώπη γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν πολλές αποικιοκρατικές δυνάμεις, υπάρχουν και σήμερα σημαντικές ιμπεριαλιστικές χώρες. Η ιστορική μνήμη - που συντηρεί στάσεις και αναπαράγει προσδοκίες - και ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα σφραγίσουν την πορεία της ομοσπονδιοποίησης.

Η συγχώνευση των εθνών, που κανείς προοδευτικός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αντίθετος σε μια τέτοια προοπτική, είναι μια μακροχρόνια υπόθεση που προϋποθέτει το σοσιαλισμό, παρά το γεγονός ότι οι ρίζες της ξεκινάνε από τον καπιταλισμό. Η ομοσπονδιοποίηση, που θα επιχειρηθεί, προωθείται για να μην έρθει ο σοσιαλισμός. Αυτή η ομοσπονδιοποίηση εχθρεύεται το σοσιαλισμό, τον οποίο τον είχε αναγάγει σε πρώτο και κυρίαρχο κίνδυνο από την αρχή της πρωτοβουλίας για ένα τέτοιο εγχείρημα μιας ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών.

Η άρχουσα τάξη της χώρας μας, προς το παρόν, είναι προσανατολισμένη στη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ και δεν αρνείται την ομοσπονδιοποίηση. Άλλωστε αυτή τη στιγμή είναι αδύνατον να αμφισβητήσει αυτόν τον προσανατολισμό, γιατί η οποιαδήποτε αμφισβήτηση θα σήμαινε και την ανοιχτή, την επίσημη παραδοχή της χρεοκοπίας της χώρας αλλά και την κατάρρευση μιας πολυδιαφημισμένης στρατηγικής, που θα πέταγε έξω από το πολιτικό προσκήνιο όλους εκείνους που επένδυσαν επί μακρόν στο «Ευρωπαϊκό όραμα».

***
Στο επίπεδο, τώρα, των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας έχει ήδη εμφανιστεί η διαπάλη των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Η τρικομματική κυβέρνηση υπακούει πιστά στις επιλογές του Eurogroup, που φέρουν τη σφραγίδα της γερμανικής ηγεμονίας. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφώς ταχθεί υπέρ ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ προκειμένου να ξεπεραστεί η χρεοκοπία και η οικονομική κρίση, ενώ την ίδια στιγμή δίνει όρκους πίστης στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η στάση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια «παραξενιά». Δεν είναι μια πολιτική «αυθαιρεσία» ούτε είναι μια διχοστασία «άνευ λόγου». Αντανακλά την ταλάντευση των μικροαστικών στρωμάτων, που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ και που, αυτή τη στιγμή, δεν αισθάνονται να πιέζονται σε μια άλλη κατεύθυνση από τη μόνη δύναμη που θα μπορούσε να τα πιέσει. Και αυτή η δύναμη δεν είναι άλλη από την εργατική τάξη. Προσανατολίζονται, λοιπόν, προς την αστική τάξη και με την έννοια αυτή και ο ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στην προσπάθειά του να αναδειχθεί στη διακυβέρνηση της χώρας και έχοντας πλήρη συνείδηση της γεωστρατηγικής αντιπαράθεσης προσπαθεί να «ισορροπήσει».

Το αποτέλεσμα είναι ήδη γνωστό. Και Μάρσαλ και ευρώ, με αιχμές ενάντια στη Μέρκελ, που η μνημονιακή πολιτική της «προσφέρεται» για τη συσπείρωση των μικροαστικών στρωμάτων που καταστρέφονται αλλά ταυτόχρονα του επιτρέπει να αναπαράγει και να υπερασπίζεται τη χαμένη τιμή του «ευρωπαϊκού οράματος». Αλλά τέτοιου είδους ισορροπίες έχουν, επίσης, γνωστό τέλος (όρα ΠΑΣΟΚ).

Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ΗΠΑ, στη διαπάλη τους με τη Γερμανία, αντιπαρατίθενται συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ περισσότερο ότι προσπαθούν να την αποδιαρθρώσουν ή και να τη διαλύσουν. Αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον, ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ δολαρίου και ευρώ αλλά και να μην διαταραχθούν οι ισορροπίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να μην καταλήξει να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο σύνολό της, μια ζώνη επιρροής της Γερμανίας. Έτσι, τώρα, μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα και η στάση που προσπαθεί να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από τα όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα αναδεικνύεται το σύνθετο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι μόνο αυστηρά οικονομικό αλλά και πολιτικό, μια και εμπλέκεται και εμφανίζει, ταυτόχρονα, το γενικότερο γεωστρατηγικό παιχνίδι που διεξάγεται αυτή τη στιγμή μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, κύρια των ΗΠΑ και της Γερμανίας.

Σ’ αυτήν τη γεωστρατηγική αντιπαράθεση η άρχουσα τάξη της χώρας μας και οι πολιτικές δυνάμεις που την εκπροσωπούν αντιπροσωπεύουν τα βατράχια που βρίσκονται ανάμεσα στα ποδάρια των βουβαλιών που τσακώνονται. Γι αυτό το λόγο δεν καταθέτουν πρόταση εξόδου από τη χρεοκοπία και την κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αποδεικνύουν, έμπρακτα, ότι δεν μπορούν να ηγούνται της χώρας.

Αρέσκονται να παριστάνουν το σκληρό διαπραγματευτή, την ώρα που περιμένουν στο διάδρομο για να παραλάβουν το πακέτο των αποφάσεων που πρέπει να εκτελέσουν. Αποφάσεις που τις παρουσιάζουν στον ελληνικό λαό, ως προϊόν νίκης μιας απούσας σκληρής διαπραγμάτευσης, με τα ίδια λόγια και τον ίδιο θεατρινισμό που παρουσίαζε και ο Γ. Παπανδρέου τις δικές του νίκες - κι αυτός μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις. Αποφάσεις που κάθε φορά που παίρνονται βάζουν, υποτίθεται, τη χώρα μας σε τροχιά επίλυσης του χρέους και της οικονομικής κρίσης.

Κάθε φορά… και κάθε φορά… και κάθε φορά, το αποτέλεσμα είναι ένα νέο μνημόνιο, που το ένα μετά το άλλο οδηγούν σε νέο δυνάμωμα της εξάρτησης, οικονομικής και πολιτικής, και φέρνουν τη χώρα μας ολοένα και πιο κοντά στο χείλος μιας ανεπανόρθωτης καταστροφής και τους εργαζόμενους να βυθίζονται και να πνίγονται στην ανέχεια και την εξαθλίωση.

Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ όλο και περισσότερο περιορίζει την κριτική του προς την κυβέρνηση στο επίπεδο του απόντος διαπραγματευτή. Αναλαμβάνει και αυτός να υποδύεται το γνώριμο ρόλο του αποφασιστικού και σκληρού διαπραγματευτή, ξεχνώντας, βέβαια, ότι όλοι οι μέχρι τώρα κυβερνώντες τον ίδιο ρόλο έπαιξαν, το ίδιο έργο παρουσίασαν και το ίδιο αποτέλεσμα εισέπραξαν.

Το γεγονός αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους:

¨      Πρώτον, γιατί δεσμεύεται από τη γενική του θέση για τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, πράγμα που δεν του δίνει το περιθώριο να στηρίξει ουσιαστικές λύσεις για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Ο ρόλος του σκληρού διαπραγματευτή, όμως, του δίνει τη δυνατότητα να αντιπαρέρχεται τα ουσιαστικά ζητήματα.
¨      Δεύτερον, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι απαντάει στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας με αμερικάνικη συνταγή, παρά τους όρκους πίστης στο «ευρωπαϊκό ιδεώδες». Αναγκαίος διχασμός μια και δεν θέλει, ως πολιτική ηγεσία, να κρατήσει μια αυτοκριτική στάση και να αναγνωρίσει έμπρακτα την αντιδραστικότητα ενός πολιτικοϊδεολογικού και οικονομικού οράματος στο οποίο συναίνεσε και εξακολουθεί εγκληματικά να συναινεί, ακόμη και μπροστά στη θέα μιας κατεστραμμένης χώρας.

Φυσικά η επιλογή αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, προς τα έξω, προς τον κόσμο που επηρεάζει, δικαιολογείται με το γενικότερο επιχείρημα ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, που μεταφράζονται σε αντιθέσεις μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου και προσωποποιούνται σε αντίθεση μεταξύ Λαγκάρντ και Μέρκελ, εξ ου και η κατηγορία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβέρνηση για μερκελισμό.

Αλλά δεν παύει, όμως, να είναι μια επιλογή, που μεταφράζεται με οικονομικούς όρους του ΔΝΤ και που λέγεται σχέδιο Μάρσαλ και που αποκρύβει από τον ελληνικό λαό ότι και η λαγκαρντική απολογητική, δηλαδή η φιλοαμερικάνικη απολογητική, έχει κόστος και δεν βγάζει τη χώρα από τη χρεοκοπία ούτε από την οικονομική κρίση, πολύ περισσότερο δεν αποτρέπει τον ελληνικό λαό από το να πληρώνει για μακρό χρονικό διάστημα το μάρμαρο. Άλλωστε στη λύση που έδωσε η Γερμανία με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup υποχώρησε και συμφώνησε και το ΔΝΤ, έστω κι αν έδειξε τη δυσαρέσκειά του, που, καθώς λέγεται, θα πάρει τη μορφή μιας πιθανής απουσίας της Κριστίν Λαγκάρντ από το επόμενο Eurogroup.

Παραπέρα δεν παύει να είναι μια λάθος επιλογή, παρά τη δικαιολογημένη κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω και πλημμελώς και με αντιφατικά επιχειρήματα, στην πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, που αποδέχτηκε και προτίθεται να εφαρμόσει η τρικομματική κυβέρνηση. Ουσιαστικά, για να το πούμε ξεκάθαρα, η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και η αναφορά του στην ανάγκη ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ αποκαλύπτει την προσπάθειά του για τις διεθνείς αβάντες που θέλει να εξασφαλίσει και που μάλλον θα έχει συνέχεια και προς τις ΗΠΑ και προς τη Γερμανία.

Δυστυχώς, για τον κόσμο που επηρεάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από τη στρατηγική της άρχουσας τάξης, με ό,τι σημαίνει αυτό για την πολιτική και ιδεολογία του, πολύ γρήγορα, η ηγεσία του υιοθέτησε και την πεπατημένη ως προς την πολιτική πρακτική των αστικών πολιτικών δυνάμεων, στην προσπάθειά του να αναδειχθεί και να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

***
Στο μεταξύ άκρως σημαντική πολιτική σημασία έχει και μια άλλη πλευρά του οικονομικού προβλήματος της χώρας μας. Καταβάλλεται υπέρμετρη προσπάθεια, σε ένα παραπλανητικό παιχνίδι σε βάρος του ελληνικού λαού, να παρουσιαστεί το οικονομικό πρόβλημα της χώρας στο επίπεδο μιας ασφαλούς μείωσης του χρέους, έστω και σε βάθος χρόνου, που θα δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να καταφύγει και πάλι στις αγορές για να εξασφαλίσει έναν πιο αξιόπιστο δανεισμό με χαμηλά επιτόκια.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας καταλήγει να εγκλωβίζει και να θεωρεί το οικονομικό πρόβλημα ως πρόβλημα δανεισμού και μόνο. Τελικά αυτή η αντιμετώπιση θεωρεί επιτυχία την εξασφάλιση της δυνατότητας για συνεχή δανεισμό της χώρας από τις λεγόμενες αγορές. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τους μόνους που συμφέρει μια τέτοια αντιμετώπιση είναι οι δανειστές.

Αυτός ό αυθαίρετος περιορισμός, στις συγκεκριμένες διαστάσεις, του οικονομικού προβλήματος της χώρας μας είναι ένας παραπλανητικός περιορισμός, που η ίδια η ζωή τον τίναξε στον αέρα με τα αλλεπάλληλα μνημόνια και εν αναμονή του τέταρτου μνημονίου στην προσεχή εαρινή Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρόκειται για μια αρρωστημένη λογιστική αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας μας, που προωθείται από τις «αυθεντίες» της σύγχρονης οικονομετρίας και που στην πραγματικότητα είναι οι σύγχρονοι κομπογιανίτες της οικονομικής επιστήμης, που στην κυριολεξία παίζουν και εμπαίζουν τους εργαζόμενους με τα γελοία οικονομετρικά μοντελάκια τους, που για την Ελλάδα έπεσαν όλα και μακράν έξω, και όχι μόνο για την Ελλάδα.

Κι όλα αυτά λέγονται σε μια στιγμή που η παραγωγική βάση της χώρας καταστρέφεται και που οι αποφάσεις του Eurogroup δεν δίνουν λύση ούτε στο πρόβλημα του χρέους, ακριβώς γιατί η παραγωγική βάση της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα αναγκαία πλεονάσματα που προϋποθέτει η εφαρμογή της απόφασης του Eurogroup. Επομένως «άνθρακες ο θησαυρός». Αλλά η οικονομική καταστροφή της χώρας δεν είναι άνθρακες. Είναι μια απτή πραγματικότητα.

(Ακολουθεί το δεύτερο μέρος)